-
1 προσεργαζομαι
1) сверх того делатьπ. τοῖς δεδραμένοις Eur. — добавлять к сделанному
2) приделывать, прилаживатьτὸ χρυσίον τὸ ἀγάλματι π. Plut. — отделывать статую золотом
3) деятельно трудитьсяτῇ Ἑλλάδι ἀγαθὰ π. Her. — трудиться для блага Эллады
4) еще зарабатывать, сверх того приобретатьἢν δέ τι προσεργασώμεθα, καὴ ταῦτα προσέσται Xen. — если же мы еще кое-что заработаем, и это будет наше
5) сверх того завоевывать(τέν Ἀσίαν Plut.)
6) ( о прибыли) приносить(ἥ μνᾶ προσειργάσατο δέκα μνᾶς NT.)
-
2 προσεργάζομαι
A work besides, ;τὸ χρυσίον τῷ ἀγάλματι Plu.Per.31
; ἀγαθὰ π. τινί do good service to one besides, Hdt.6.61 (nisi leg. προ-); ὠμότατον π. τινά Plu.CG 17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσεργάζομαι
См. также в других словарях:
προσεργάζομαι — Α [ἐργάζομαι] 1. κάνω κάτι ακόμη («ὡς μηδὲν προσεργάσαιτο τοῑς δεδραμένοις», Ευρ.) 2. επεξεργάζομαι επί πλέον («τὸ χρυσίον τῷ ἀγάλματι προσειργάσατο καὶ περιέθηκεν», Πλούτ.) 3. κερδίζω επί πλέον («μισθὸς εἴργασται τῇ στρατιᾷ», Ξεν.) 4. φονεύω… … Dictionary of Greek